Στριφτού - Βάθη, Σταματίνα

Striphtou-Vathē, Stamatina (Αγγλική)

  1. thing
  2. Στριφτού - Βάθη, Ματούλα
  3. Γυναίκα
  4. Ελληνίδα
  5. Καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης
  6. Ελληνικά